ὑπερτάτως

ὑπερτάτως
ὑπέρ
upaári
adverbial
ὑπέρ
upaári
masc acc pl (doric)
ὑπέρτατος
uppermost
adverbial
ὑπέρτατος
uppermost
masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπέρτατος — η, ο / ὑπέρτατος, άτη, ον, ΝΜΑ, και τ. ὑπερώτατος και ὕπατος Α (κυριολ. και μτφ.) αυτός που βρίσκεται πάνω από όλους ή από όλα, ανώτατος, ύψιστος (α. «υπέρτατος κριτής» β. «υπέρτατη τιμή» γ. «ὦ δαιμόνων ὑπέρτατε», Αριστοφ. δ. «πάντων ὅσ ἐστὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”